Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐξορύξεις

  • 1 εξορύξεις

    ἐξορύσσω
    dig out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐξορύσσω
    dig out: fut ind act 2nd sg
    ἐξορύ̱ξεις, ἐξορύσσω
    dig out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐξορύ̱ξεις, ἐξορύσσω
    dig out: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > εξορύξεις

  • 2 ἐξορύξεις

    ἐξορύσσω
    dig out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐξορύσσω
    dig out: fut ind act 2nd sg
    ἐξορύ̱ξεις, ἐξορύσσω
    dig out: aor subj act 2nd sg (epic)
    ἐξορύ̱ξεις, ἐξορύσσω
    dig out: fut ind act 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἐξορύξεις

См. также в других словарях:

  • ἐξορύξεις — ἐξορύσσω dig out aor subj act 2nd sg (epic) ἐξορύσσω dig out fut ind act 2nd sg ἐξορύ̱ξεις , ἐξορύσσω dig out aor subj act 2nd sg (epic) ἐξορύ̱ξεις , ἐξορύσσω dig out fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξορυκτήρας — ο εργαλείο για εξορύξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξορύσσω + επίθημα τήρ νεοελλ. τήρας)] …   Dictionary of Greek

  • καινοτομία — η (AM καινοτομία) [καινοτομώ] 1. νεωτερισμός 2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.) 3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.) (νεοελ. μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση… …   Dictionary of Greek

  • κατατέμνω — (AM κατατέμνω, Α και ιων. τ. κατατάμνω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω κατακόβω, διαμερίζω αρχ. 1. κόβω δρόμους για την οικοδόμηση πόλεως, ρυμοτομώ 2. κόβω κατά βάθος, κάνω άνοιγμα στη γη 3. περικόπτω, λιγοστεύω κόβοντας 4 …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λάρυμνα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.087 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στην ακτή του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, 108 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Ναμίμπια — Κράτος της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αγκόλα και με τη Ζάμπια, Α με την Μποτσουάνα και με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, Ν με τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Προσαρτημένη, ουσιαστικά, στη… …   Dictionary of Greek

  • Τζάκσον — (Jackson). Oνομασία 3 πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πρωτεύουσα (περ. 196.637 κάτ.) της πολιτείας του Μισισιπή στον ποταμό Περλ, σε απόσταση 260 χλμ. από τη Νέα Ορλεάνη. Είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και το κύριο εμπορικό και βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»