Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξορκιστής

См. также в других словарях:

  • ἐξορκιστής — exorcist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξορκιστής — και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής) αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα μσν. ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα …   Dictionary of Greek

  • ἐξορκισταῖς — ἐξορκιστής exorcist masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορκιστῶν — ἐξορκιστής exorcist masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορκιστάς — ἐξορκιστά̱ς , ἐξορκιστής exorcist masc acc pl ἐξορκιστά̱ς , ἐξορκιστής exorcist masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …   Wikipedia

  • Exorcista — (Del lat. exorcista < gr. exorkistes.) ► sustantivo masculino femenino 1 OCULTISMO, RELIGIÓN Persona que exorciza: ■ el exorcista usa fórmulas concretas para invocar al demonio. ► sustantivo masculino 2 RELIGIÓN Clérigo que ha recibido la… …   Enciclopedia Universal

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… …   Dictionary of Greek

  • εξορκιστικός — ή, ό [εξορκιστής] αυτός που αναφέρεται στον εξορκισμό …   Dictionary of Greek

  • επορκιστής — ἐπορκιστής, ὁ (Α) εξορκιστής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»