-
1 εξομηρευσις
См. также в других словарях:
ἐξομήρευσιν — ἐξομήρευσις demand for hostages fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξομηρευσις
ἐξομήρευσιν — ἐξομήρευσις demand for hostages fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)