-
1 εξιτηλότατα
-
2 ἐξιτηλότατα
См. также в других словарях:
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξιτηλότατα
2 ἐξιτηλότατα
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)