Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξιλάσκομαι

См. также в других словарях:

  • εξιλάσκομαι — ἐξιλάσκομαι (AM) [ιλάσκομαι] εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.) μσν. παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός αρχ. 1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας») 2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας… …   Dictionary of Greek

  • ἐξιλάσκομαι — ἐξῑλάσκομαι , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσκεσθε — ἐξῑ̱λάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres imperat mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 2nd pl ἐξῑλάσκεσθε , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμεθα — ἐξῑ̱λασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate pres ind mp 1st pl ἐξῑλασκόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσασθε — ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor imperat mid 2nd pl ἐξῑ̱λάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl ἐξῑλάσασθε , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασκόμενον — ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp masc acc sg ἐξῑλασκόμενον , ἐξιλάσκομαι propitiate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασάμην — ἐξῑ̱λασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg ἐξῑλασάμην , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλασόμεθα — ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 1st pl (epic) ἐξῑλασόμεθα , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσαντο — ἐξῑ̱λάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl ἐξῑλάσαντο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσατο — ἐξῑ̱λάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg ἐξῑλάσατο , ἐξιλάσκομαι propitiate aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλάσεται — ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate aor subj mid 3rd sg (epic) ἐξῑλάσεται , ἐξιλάσκομαι propitiate fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»