-
1 εξητταομαι
терпеть полное поражениеἐξηττημένος τῇ σπουδῇ Plut. — побежденный (чьей-л.) настойчивостью
См. также в других словарях:
ἐξηττημένων — ἐξηττάομαι perf part mp fem gen pl ἐξηττάομαι perf part mp masc/neut gen pl ἐξηττάομαι pres part mp fem gen pl ἐξηττάομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττημένη — ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττώμενον — ἐξηττάομαι pres part mp masc acc sg ἐξηττάομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττᾶσθαι — ἐξηττάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττώμενοι — ἐξηττάομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήττηνται — ἐξηττάομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήττηντο — ἐξηττάομαι imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττημένα — ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc/acc dual ἐξηττημένᾱ , ἐξηττάομαι pres part mp fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηττωμένας — ἐξηττωμένᾱς , ἐξηττάομαι pres part mp fem acc pl ἐξηττωμένᾱς , ἐξηττάομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)