-
1 εξημερούσθαι
-
2 ἐξημεροῦσθαι
См. также в других словарях:
ἐξημεροῦσθαι — ἐξημερόω tame pres inf mp ἐξημερόω tame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξημερούσθαι
2 ἐξημεροῦσθαι
ἐξημεροῦσθαι — ἐξημερόω tame pres inf mp ἐξημερόω tame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)