-
1 ουξηγητής
-
2 οὑξηγητής
См. также в других словарях:
οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ουξηγητής
2 οὑξηγητής
οὑξηγητής — ἐξηγητής , ἐξηγητής one who leads on masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)