Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξεύχομαι

См. также в других словарях:

  • εξεύχομαι — ἐξεύχομαι (Α) [εύχομαι] 1. καυχιέμαι («γένος τ ἄν ἐξεύχοιο», Αισχύλ.) 2. ποθώ …   Dictionary of Greek

  • ἐξεύχομαι — boast aloud pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευχόμεσθα — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 1st pl ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεύχετο — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεύχεται — ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεύχοιο — ἐξεύχομαι boast aloud pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηύχου — ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξευγμένα — διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp neut nom/voc/acc pl διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc/acc dual διεξευγμένᾱ , διά ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεύχετ' — ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχεται , ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξευγμένων — σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp fem gen pl σύν ἐξεύχομαι boast aloud perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»