-
1 εξευρεσις
- εως ἥ1) нахождение, обнаружение(τοῦ ὄντος Plat.)
ἀπέχειν τῆς ἐξευρέσιος Her. — не быть в состоянии найти2) изобретение
См. также в других словарях:
ἐξεύρεσις — searching out fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξευρέσιος — ἐξεύρεσις searching out fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεύρεσιν — ἐξεύρεσις searching out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεύρεση — η (AM ἐξεύρεσις) [εξευρίσκω] επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης») νεοελλ. η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης») αρχ. 1. αναζήτηση 2. εφεύρεση … Dictionary of Greek
ՀԱՆԳԱՄԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0036 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (ʼի համ, գալ, կամ համանգամայնք.) τρόπος modus κατάστασις conditio եւ ἑξεύρεσις inventio ἁπόκρισις responsio եւն. Ամենայն որպիսութիւն իրաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐξευρέσεως — ἐξευρέσεω̆ς , ἐξεύρεσις searching out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)