Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξεύρεσις

См. также в других словарях:

  • ἐξεύρεσις — searching out fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρέσιος — ἐξεύρεσις searching out fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεύρεσιν — ἐξεύρεσις searching out fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεύρεση — η (AM ἐξεύρεσις) [εξευρίσκω] επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης») νεοελλ. η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης») αρχ. 1. αναζήτηση 2. εφεύρεση …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՆԳԱՄԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0036 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (ʼի համ, գալ, կամ համանգամայնք.) τρόπος modus κατάστασις conditio եւ ἑξεύρεσις inventio ἁπόκρισις responsio եւն. Ամենայն որպիսութիւն իրաց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐξευρέσεως — ἐξευρέσεω̆ς , ἐξεύρεσις searching out fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»