-
1 ἐξ-ευρετικός
ἐξ-ευρετικός, ή, όν, erfinderisch, M. Anton. 1, 9; bei Schol. Eur. Med. 412 ἐξευρητικός.
См. также в других словарях:
εξευρετικός — ή, ό (Α ἐξευρετικός, ή, όν και ἐξευρητικός, ή, όν) [ευρετικός] εφευρετικός, ευφυής … Dictionary of Greek