-
1 εξεστρατοπεδευμένους
-
2 ἐξεστρατοπεδευμένους
См. также в других словарях:
ἐξεστρατοπεδευμένους — ἐκστρατοπεδεύομαι encamp outside perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξεστρατοπεδευμένους
2 ἐξεστρατοπεδευμένους
ἐξεστρατοπεδευμένους — ἐκστρατοπεδεύομαι encamp outside perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)