-
1 ἐξερευνάω
A search out, examine, S.OT 258, El. 1100;τὰ περὶ τὴν πόλιν Aen.Tact.28.4
;λογισμὸς τὰς αἰτίας ἐ. Epicur.Ep.3p.64U.
;τὰς προσόδους Plb.14.1.13
, cf. LXX l.c., al.; :—[voice] Med., D.C.52.6;τόπους Plb.9.5.8
, cf. 18.21.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξερευνάω
-
2 ἐξερεύνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξερεύνησις
-
3 ἐξερευνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξερευνητικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский