-
1 εξεπιπολης
тж. ἐξ ἐπιπολῆς adv. по поверхности, поверхностно, слегка(καθίκετο ὅ λόγος Luc.)
-
2 καθικνεομαι
(fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)1) болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать(τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; ἐξεπιπολῆς κ. τινος Luc.)
πένθος ἄλαστον καθίκετό με Hom. — страшное горе посетило меня2) поражать, наносить удар, ударять(κάρα τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.)
3) бить, наказывать4) доходить, достигать, добиваться(τῆς ἀρχῆς Polyb.)
См. также в других словарях:
εξεπιπολής — ἐξεπιπολής (Α) επίρρ. εντελώς επιπόλαια … Dictionary of Greek
ἐξεπιπολῆς — ἐκ , ἐπί πολέω go about pres ind act 2nd sg (doric) ἐκ ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) ἐκ ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)