Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξελᾰσία

См. также в других словарях:

  • εξελασία — ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω] μσν. επίθεση, επιδρομή αρχ. 1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.) 2. εκστρατεία …   Dictionary of Greek

  • ἐξελασίας — ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem acc pl ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελασίαν — ἐξελασίᾱν , ἐξελασία driving out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»