-
1 εξελασια
См. также в других словарях:
εξελασία — ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω] μσν. επίθεση, επιδρομή αρχ. 1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.) 2. εκστρατεία … Dictionary of Greek
ἐξελασίας — ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem acc pl ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελασίαν — ἐξελασίᾱν , ἐξελασία driving out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)