-
1 εξελέγχει
-
2 ἐξελέγχει
См. также в других словарях:
ἐξελέγχει — ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελεγκτικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)