-
1 εξεκέδασσε
-
2 ἐξεκέδασσε
См. также в других словарях:
ἐξεκέδασσε — ἐκ κεδάννυμι break up aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξεκέδασσε
2 ἐξεκέδασσε
ἐξεκέδασσε — ἐκ κεδάννυμι break up aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)