-
1 εξειργάσθαι
-
2 ἐξειργάσθαι
-
3 ἐξ-αράομαι
ἐξ-αράομαι, ἐξαράσασϑαι od. ἐξάρασϑαι (ἐξαρᾶσϑαι?) als v. l. für ἐξειργάσϑαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.
-
4 Undone
adj.P. and V. ἀγένητος, V. ἀργός, P. ἄπρακτος.Untouched, not put in hand: P. ἀργός (Plat., Euthy. 272A).Be undone, be ruined: P. and V. ἀπολωλέναι (2nd perf. of ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (2nd perf. of ἐξολλύναι) (Plat.), σφάλλεσθαι, οἴχεσθαι (Plat.), φθείρεσθαι, V. διόλλυσθαι, ὀλωλέναι (2nd perf. of ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. of διαπορθεῖν), διαπεπράχθαι (perf. pass. of διαπράσσειν), ἐξειργάσθαι (perf. pass. of ἐξεργάζεσθαι), ἐξεφθάρθαι (perf. pass. of ἐκφθείρειν). ἔρρειν (rare P.), Ar. and V. διοίχεσθαι, οὐκέτʼ εἶναι, οὐδὲν εἶναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undone
См. также в других словарях:
ἐξειργάσθαι — ἐξεργάζομαι work out perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)