-
1 εξειρομαι
-
2 ἐξείρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξείρομαι
-
3 ἐξείρομαι
ἐξ-είρομαι, ipf. ἐξείρετο: inquire of, ask for.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξείρομαι
-
4 ἐξ-έρομαι
ἐξ-έρομαι (s. ἔρομαι), praes. nur ion. ἐξείρομαι, Ap. Rh. 3, 19 (s. oben u. vgl. ἐξερέω); Hom. impf. ἐξείρετο; fut. ἐξερήσομαι, Soph. Phil. 437; sonst aor. ἐξηρόμην; ausfragen, ausforschen; Διὸς ἐξείρε το βουλήν Od. 13. 127. öfter; Soph. Ai. 103; τινά, Il. 5, 756. 24, 361; τινός, Soph. a. a. O., über Einen, oder nach. Einem.
-
5 ἐξέρομαι
ἐξέρομαι, [dialect] Ion. [suff] ἐξερ-είρομαι, [tense] fut. - ερήσομαι: [tense] aor. 2 -ηρόμην, inf. - ερέσθαι:1 c. acc. rei, inquire into a thing,Διὸς ἐξείρετο βουλήν Od. 13.127
; so also ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι.. τί νῦν κυρεῖ will inquire concerning him, what he is now about, S.Ph. 439.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξέρομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский