Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξαίνυμαι

См. также в других словарях:

  • εξαίνυμαι — ἐξαίνυμαι (Α) [αίνυμαι] 1. παίρνω κάτι από ένα μέρος και τό πηγαίνω σε άλλο («νηΐ δ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἐξαίνυτο θυμόν» αφαιρούσε τη ζωή, εφόνευε …   Dictionary of Greek

  • ἐξαίνυσο — ἐξαίνυμαι take out pres imperat mid 2nd sg (epic) ἐξαίνυμαι take out imperf ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαινύμενος — ἐξαίνυμαι take out pres part mid masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίνυσθαι — ἐξαίνυμαι take out pres inf mid (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίνυται — ἐξαίνυμαι take out pres ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίνυτο — ἐξαίνυμαι take out imperf ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»