-
1 εξαφρίζεσθαι
-
2 ἐξαφρίζεσθαι
-
3 ἐξαφρίζω
A remove the froth by boiling, τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι] despumated, Dsc.2.82.3:—[voice] Med., metaph. from a horse, exhaust by foaming,A.
Ag. 1067.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαφρίζω
См. также в других словарях:
ἐξαφρίζεσθαι — ἐξαφρίζομαι pres inf mp ἐξαφρίζω remove the froth pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαφρίζω — και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) [αφρίζω] αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει νεοελλ. αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία τού συνεταίρου του») μσν. αφρίζω υπερβολικά αρχ. 1. μεταβάλλω σε αφρό 2. μέσ. εξαντλώ … Dictionary of Greek