Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐξαυλίζομαι

См. также в других словарях:

  • εξαυλίζομαι — ἐξαυλίζομαι (AM) [αυλίζομαι] βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ἐξαυλισμένα — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξαυλισμένᾱ , ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξαυλισμένᾱ , ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαυλίζεται — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters pres ind mp 3rd sg ἐξαυλίζομαι leave one s quarters pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηυλισμένοι — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»