-
1 εξαυλιζομαι
выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку(εἰς κώμας τινάς Xen.)
См. также в других словарях:
εξαυλίζομαι — ἐξαυλίζομαι (AM) [αυλίζομαι] βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐξαυλισμένα — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξαυλισμένᾱ , ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξαυλισμένᾱ , ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαυλίζεται — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters pres ind mp 3rd sg ἐξαυλίζομαι leave one s quarters pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηυλισμένοι — ἐξαυλίζομαι leave one s quarters perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… … Dictionary of Greek