-
1 εξαπονιζω
См. также в других словарях:
εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] … Dictionary of Greek
ἐξαπενίζοντο — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιζεν — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπένιπτε — ἐξαπονίζω wash thoroughly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)