Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξαπλῶν

См. также в других словарях:

  • ἐξαπλῶν — ἐξαπλόω unfold pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξαπλόω unfold pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξαπλόω unfold pres part act masc nom sg ἐξαπλόω unfold pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπλῶν — ἑξαπλόω multiply by six pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἑξαπλόω multiply by six pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἑξαπλόω multiply by six pres part act masc nom sg ἑξαπλόω multiply by six pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που …   Dictionary of Greek

  • Ωριγένης — (Αλεξάνδρεια 183; – Τύρος 253/4 μ.Χ.). Αφρικανός θεολόγος. Μαθητής του Κλήμη στο Διδασκαλείον της Αλεξάνδρειας, νέος ακόμα ανέλαβε, με εντολή του επισκόπου Δημητρίου, τη διεύθυνση της προπαρασκευαστικής σχολής των κατηχουμένων. Από τα χρόνια αυτά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»