-
1 εξαπιναιος
См. также в других словарях:
εξαπίναιος — ἐξαπίναιος, α, ον και ἐξαπιναῑος, α, ον και ἐξαπίναῑος, ον (Α) [εξαπίνης] αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). επίρρ... ἐξαπιναίως αιφνίδια, ξαφνικά … Dictionary of Greek
ἐξαπίναιος — masc nom sg ἐξαπίναιος masc/fem nom sg ἐξαπιναῖος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναῖος — ἐξαπίναιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναίως — ἐξαπίναιος adverbial ἐξαπίναιος masc acc pl (doric) ἐξαπίναιος adverbial ἐξαπίναιος masc/fem acc pl (doric) ἐξαπιναῖος adverbial ἐξαπιναῖος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπίναιον — ἐξαπίναιος masc acc sg ἐξαπίναιος neut nom/voc/acc sg ἐξαπίναιος masc/fem acc sg ἐξαπίναιος neut nom/voc/acc sg ἐξαπιναῖος masc acc sg ἐξαπιναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναίων — ἐξαπίναιος fem gen pl ἐξαπίναιος masc/neut gen pl ἐξαπίναιος masc/fem/neut gen pl ἐξαπιναῖος fem gen pl ἐξαπιναῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναίου — ἐξαπίναιος masc/neut gen sg ἐξαπίναιος masc/fem/neut gen sg ἐξαπιναῖος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναίους — ἐξαπίναιος masc acc pl ἐξαπίναιος masc/fem acc pl ἐξαπιναῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναίῳ — ἐξαπίναιος masc/neut dat sg ἐξαπίναιος masc/fem/neut dat sg ἐξαπιναῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπίναια — ἐξαπίναιος neut nom/voc/acc pl ἐξαπίναιος neut nom/voc/acc pl ἐξαπιναῖος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπιναῖον — ἐξαπίναιος masc/fem acc sg ἐξαπίναιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)