Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐξαπατᾶται

См. также в других словарях:

  • ἐξαπατᾶται — ἐξαπατάω deceive pres subj mp 3rd sg ἐξαπατάω deceive pres ind mp 3rd sg ἐξαπατάω deceive pres subj mp 3rd sg ἐξαπατάω deceive pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… …   Dictionary of Greek

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… …   Dictionary of Greek

  • απλάνευτος — η, ο αυτός που δεν παρασύρεται, δεν εξαπατάται …   Dictionary of Greek

  • δυσεξαπάτητος — η, ο (AM δυσεξαπάτητος, ον) αυτός που δύσκολα εξαπατάται …   Dictionary of Greek

  • δυσπαράγωγος — δυσπαράγωγος, ον (Α) αυτός που δύσκολα παρασύρεται ή εξαπατάται …   Dictionary of Greek

  • εθελαπάτη — η η εκούσια απάτη, το να εξαπατάται κανείς υποκρινόμενος ότι δεν τό αντιλαμβάνεται …   Dictionary of Greek

  • ευαπάτητος — η ο (Α εὐαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος αρχ. αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ευεξαπάτητος — η, ο (ΑΜ εὐεξαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα («εὐεξαπάτητοι ὑπὸ τῶν ἀδίκων», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ευπαράπειστος — εὐπαράπειστος, ον (Α) αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα πείθω «πείθω, εξαπατώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»