-
1 ἐξανέχω
A hold up from: mostly intr., jut out from, stand up upon,ἀγκὼν ἐ. γαίης A.R.2.370
;στήλη ἐ. τύμβου Theoc.22.207
.II [voice] Med. ([tense] impf. and [tense] aor. 2 with double augm. ἐξηνειχόμην, ἐξηνεσχόμην, cf. ἀνέχω), bear up against, endure, suffer, with part., , cf. Ph. 1355, E.Alc. 952; ;ταῦτα παῖδας ἐξανέξεται πάσχοντας; E.Med.74
, cf. Andr. 201; ταῦτα δόξανθ'.. ἐξηνέσχετο that these things should be decreed, Id.Heracl. 967.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανέχω
См. также в других словарях:
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek