Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξανίστημι

См. также в других словарях:

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαναστήσει — ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd sg (epic) ἐξανίστημι raise up fut ind mid 2nd sg ἐξανίστημι raise up fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστήσουσι — ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd pl (epic) ἐξανίστημι raise up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξανίστημι raise up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστήσουσιν — ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd pl (epic) ἐξανίστημι raise up fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξανίστημι raise up fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστήσω — ἐξανίστημι raise up aor subj act 1st sg ἐξανίστημι raise up fut ind act 1st sg ἐξανίστημι raise up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστήσῃ — ἐξανίστημι raise up aor subj mid 2nd sg ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd sg ἐξανίστημι raise up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστησόμεθα — ἐξανίστημι raise up aor subj mid 1st pl (epic) ἐξανίστημι raise up fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστᾶσαι — ἐξανίστημι raise up aor part act fem nom/voc pl ἐξανίστημι raise up aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάντα — ἐξανίστημι raise up aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξανίστημι raise up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστάντων — ἐξανίστημι raise up aor part act masc/neut gen pl ἐξανίστημι raise up aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναστῇ — ἐξανίστημι raise up aor subj mid 2nd sg ἐξανίστημι raise up aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»