-
1 εξανδραποδισις
-
2 εξανδραπόδισις
(-εως) η, εξανδραπόδισμός ο порабощение, закабаление, полное подчинение -
3 ἐξανδραπόδισις
A selling into slavery, Hdt.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανδραπόδισις
-
4 ἐξανδραπόδισις
ἐξ-ανδραπόδισις, ἡ, u. ἐξ-ανδραποδισμός, ὁ, das zu Sklaven Machen -
5 εξανδραποδισμος
ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις См. εξανδραποδισις -
6 εξανδραποδίσιος
-
7 ἐξανδραποδίσιος
См. также в других словарях:
ἐξανδραποδίσιος — ἐξανδραπόδισις selling into slavery fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανδραπόδιση — και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω] το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου … Dictionary of Greek