Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξαναλύω

См. также в других словарях:

  • εξαναλύω — ἐξαναλύω (Α) 1. απαλλάσσω, απολύω, ελευθερώνω («ἄνδρα θνητόν... θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῡσαι», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. διαλύω κάτι στα στοιχεία που τό αποτελούν 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («θρυπτόμενοι [λίθοι]... έξαναλύονται», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐξαναλύεις — ἐξαναλύω set quite free pres ind act 2nd sg (epic) ἐξαναλύ̱εις , ἐξαναλύω set quite free pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναλύονται — ἐξαναλύω set quite free pres ind mp 3rd pl (epic) ἐξαναλύ̱ονται , ἐξαναλύω set quite free pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναλῦσαι — ἐξαναλύω set quite free aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαναλύσῃ — ἐξαναλύ̱σῃ , ἐξαναλύω set quite free aor subj mid 2nd sg ἐξαναλύ̱σῃ , ἐξαναλύω set quite free aor subj act 3rd sg ἐξαναλύ̱σῃ , ἐξαναλύω set quite free fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαναλύσας — ἐξαναλύ̱σᾱς , ἐξαναλύω set quite free aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξανέλυσας — ἐξανέλῡσας , ἐξαναλύω set quite free aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»