-
1 εξαναδυομαι
(aor. 2 ἐξανέδυν)1) выныривать, выходить(κύματος, ἁλός Hom.; ἀφ΄ ὕδατος Batr.)
2) освобождаться(γενέσεως Plat.)
3) уклоняться(πάσης φανερᾶς μάχης Plut.)
-
2 υπεξαναδυομαι
(aor. ὑπεξανέδυν) немного высовыватьсяὑπεξαναδὺς ἁλός Hom. — вынырнув из моря;
ὑπεξανέδυ (κεφαλῇ) Theocr. — (он) поддался головой вперед
См. также в других словарях:
εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με … Dictionary of Greek
ἐξαναδῦναι — ἐξαναδύομαι rise out of aor inf act ἐξαναδύομαι rise out of aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδύντα — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξαναδύομαι rise out of aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδύντων — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act masc/neut gen pl ἐξαναδύ̱ντων , ἐξαναδύομαι rise out of aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδυομένῳ — ἐξαναδύομαι rise out of pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδῦσα — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδῦσαι — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδύντες — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναδύντι — ἐξαναδύομαι rise out of aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξαναδύομαι — Α αναδύομαι ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναδύομαι «ανεβαίνω στην επιφάνεια»] … Dictionary of Greek
ἐξαναδύς — ἐξαναδύ̱ς , ἐξαναδύομαι rise out of aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)