-
1 ἐξαμιλλάομαι
Aἐξαμίλλησαι Id.Hyps.Fr.2
:—struggle vehemently: c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ.. ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having contested the chariot-race with him, Id.Hel. 387: abs., ib. 1471; διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον Constantius in Them.Or.p.22 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμιλλάομαι
См. также в других словарях:
τέρμονας — ο /τέρμων, ονος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνορο αγρού 2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνά αρχ. 1. όριο, σύνορο 2. τέρμα, όριο 3. φράχτης 4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε… … Dictionary of Greek