-
1 εξαλλαγής
-
2 ἐξαλλαγῆς
-
3 ἐξ-αλλαγή
ἐξ-αλλαγή, ἡ, Umänderung, Veränderung; ὑπὸ ϑείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωϑότων νομίμων, die Entfernung von dem Gewohnheitsrecht, Plat. Phaedr. 265 a; ὀνομάτων, ungewöhnliche Formen der Wörter, Arist. poet. 22 u. Sp., wie Ath. I, 25 d.
-
4 ἐξαλλαγή
ἐξ-αλλαγή, ἡ, Umänderung, Veränderung; ὑπὸ ϑείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωϑότων νομίμων, die Entfernung von dem Gewohnheitsrecht; ὀνομάτων, ungewöhnliche Formen der Wörter
См. также в других словарях:
ἐξαλλαγῆς — ἐξαλλαγή complete change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
ενδεπιθηλιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο επιθήλιο 2. φρ. α) «ενδεπιθηλιακοί αδένες» ολιγοκύτταροι αδένες κατώτερων ζώων β) «ενδεπιθηλιακό επιθηλίωμα» μορφή επιθηλιακού νεοπλάσματος ή κακοήθους εξαλλαγής που εντοπίζεται στα κύτταρα τού επιθηλίου … Dictionary of Greek
λευκοπλακία — Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να… … Dictionary of Greek