-
1 εξακριβάσαιτο
-
2 ἐξακριβάσαιτο
См. также в других словарях:
ἐξακριβάσαιτο — ἐξακριβάζω know accurately aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξακριβάσαιτο
2 ἐξακριβάσαιτο
ἐξακριβάσαιτο — ἐξακριβάζω know accurately aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)