Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξακριβοῦν

См. также в других словарях:

  • ἐξακριβοῦν — ἐξακριβόω make exact pres part act masc voc sg ἐξακριβόω make exact pres part act neut nom/voc/acc sg ἐξακριβόω make exact pres inf act (epic doric) ἐξακρῑβοῦν , ἐξακριβόω make exact pres part act masc voc sg ἐξακρῑβοῦν , ἐξακριβόω make exact… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»