-
1 εξακοντισμός
-
2 ἐξακοντισμός
-
3 εξακοντισμος
-
4 ἐξακοντισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξακοντισμός
-
5 ἐξακοντισμός
ἐξ-ακοντισμός, ὁ, das Heraus-, Fortschleudern; eine Art Blitz -
6 στηριγμος
ὅ1) задержка, застой(διάλειμμα καὴ σ. Plut.)
2) остановка, неподвижность, покой3) постоянный (ровный) светὁ μὲν ἐξακοντισμός, ὅ δὲ σ. Arst. — свет мерцающий (и) свет ровный
4) грам. слоговое ударение5) (душевная) твердость NT. -
7 εξακόντισις
(-εως) η, εξακόντισμός ο прям., перен. метание, бросание, пускание -
8 εξακοντισμοίς
-
9 ἐξακοντισμοῖς
-
10 εξακοντισμού
-
11 ἐξακοντισμοῦ
-
12 εξακοντισμοί
-
13 ἐξακοντισμοί
-
14 εξακοντισμούς
-
15 ἐξακοντισμούς
-
16 εξακοντισμόν
-
17 ἐξακοντισμόν
См. также в других словарях:
ἐξακοντισμός — shooting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξακοντισμός — ο (AM ἐξακοντισμός) [εξακοντίζω] εξακόντιση … Dictionary of Greek
εξακοντισμός — ο η εξακόντιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξακοντισμοῖς — ἐξακοντισμός shooting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμοί — ἐξακοντισμός shooting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμοῦ — ἐξακοντισμός shooting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμούς — ἐξακοντισμός shooting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακοντισμόν — ἐξακοντισμός shooting masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՈՍՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 2 0523 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. πήδημα saltatio ἐξακοντισμός ejaculatio. Ոստնուլն. յանկարծ ի վեր երեւումն. յուզումն. ձգումն նետից. վազք. եւ Թռիչք լուսոյ. ասուպ. սել. *Ի բախմանէ փոթորկաց, ի յոստմանէ մրրկաց. Նար. ՟Ղ՟Ա: *Սելաս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εξακόντιση — η (κυριολ. και μτφ.), η ορμητική βολή, η εκσφενδόνιση, η εκτόξευση, ο εξακοντισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)