Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξακοντισμός

См. также в других словарях:

  • ἐξακοντισμός — shooting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξακοντισμός — ο (AM ἐξακοντισμός) [εξακοντίζω] εξακόντιση …   Dictionary of Greek

  • εξακοντισμός — ο η εξακόντιση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξακοντισμοῖς — ἐξακοντισμός shooting masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξακοντισμοί — ἐξακοντισμός shooting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξακοντισμοῦ — ἐξακοντισμός shooting masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξακοντισμούς — ἐξακοντισμός shooting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξακοντισμόν — ἐξακοντισμός shooting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՈՍՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 2 0523 Chronological Sequence: 6c, 10c գ. πήδημα saltatio ἐξακοντισμός ejaculatio. Ոստնուլն. յանկարծ ի վեր երեւումն. յուզումն. ձգումն նետից. վազք. եւ Թռիչք լուսոյ. ասուպ. սել. *Ի բախմանէ փոթորկաց, ի յոստմանէ մրրկաց. Նար. ՟Ղ՟Ա: *Սելաս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εξακόντιση — η (κυριολ. και μτφ.), η ορμητική βολή, η εκσφενδόνιση, η εκτόξευση, ο εξακοντισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»