-
1 εξαιρετός
-
2 ἐξαιρετός
-
3 εξαίρετος
-
4 ἐξαίρετος
-
5 ἐξαίρετος
ἐξαίρετος, -ονa chosen, choiceἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι Διός O. 10.24
ἐξαίρετον γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν P. 4.122
ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.42
ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 23.b exceptionalἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον P. 2.30
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
-
6 ἐξαιρετός
-
7 ἐξαίρετος
ἐξαίρετος, ον (Hom. et al.) prim. mng. ‘taken out’, hence① pert. to being selected and taken out from a whole, excepted, separated (Thu. et al.) ἔκ τινος from someth. ἐκ κακῶν οὐκ ἐ. ἔσονται they will not be delivered fr. evils 1 Cl 39:9 (Job 5:5). That which is chosen or separated receives special attention, hence② pert. to being exceptional, chosen, excellent, remarkable (Hom. et al.; OGI 503, 9; pap, LXX; TestJob 15:9; 52:7; Philo, Abr. 7; Joseph.; Just., Tat. 26, 2) τὸ εὐαγγέλιον ἐ. τι ἔχει has someth. distinctive (cp. Epict. 1, 2, 17; 3, 1, 25; Philo, Leg. All. 3, 86; TestJob 52:7 ἐν τῇ ἐξαιρέτῳ διαλέκτῳ; Just., D. 2:4 τὸ ἴδιον καὶ τὸ ἐξαίρετον τῆς φιλοσοφίας) IPhld 9:2.—M-M. -
8 εξαιρετος
I.3( легко) вынимающийся, выдвижной(λίθος Her.)
II.21) отложенный в сторону, выделенный(χρήματα Thuc.)
ἐξαίρετον ποιήσασθαί τινα Dem. — выделить кого-л. особо;μόνῳ τινὴ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν τι Lys. кому-л. — одному предоставлено исключительное право делать что-л.2) исключенный, особыйἐξαιρετον ποιήσασθαι οὐδένα Thuc. — ни для кого не делать исключения;
στρατηγία ἐ. Plut. (лат. praetura extraordinaria или extra ordinem) — чрезвычайная претура (т.е. представляемая в изъятие из действующих законов о возрастном цензе и т.п.)3) избранный, отборный, лучший(κοῦροι Ἰθάκης Hom.; κᾶπος Pind.; δώρημα Aesch.; τιμαί Isocr.)
4) исключительный, особенный(μόχθος Pind.)
5) особо выделенный, т.е. посвященный(τοῖς θεοῖς Arst.)
-
9 ἐξαιρετός
A removable, Hdt.2.121.ά; βάλανοι Aen.Tact. 20.3
;στελεοί J.AJ3.6.6
; ἐξαίρετα, τά removable parts of a machine, Orib.49.5.81.II ἐξαίρετος, ον, taken out, and so,1 picked out, chosen, choice,κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od.4.643
;γυναῖκες Il.2.227
;ἕνα ἐ. ἀποκρίνειν Hdt.6.130
; esp. of booty and things given as a special honour, not assigned by lot,χρημάτων ἐ. ἄνθος A.Ag. 954
; , etc.;ἐ. τι ἐκτῆσθαι Hdt.8.140
.β; ἐ. οἰκόπεδον SIG 141.5
(Issa, iv B. C.);διδόναι X.Cyr.8.4.29
;δίδοσθαι Hdt.2.98
, 3.84.2 excepted,ἐ. τίθημι τὴν ἀκουσίαν S.Fr. 746
;ποιεῖσθαι Th.3.68
, cf. D.40.14;ἐ. μοι δὸς τόδ' E.IT 755
;οὐδ' ἐστὶν ἐ. ὥρα τις ἣν διαλείπει D.9.50
, cf. D.H.6.50; τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι to be set apart for special service, And.3.7;χίλια τάλαντα ἐ. ποιήσασθαι Th.2.24
.3 special, singular, remarkable,ἐ. μόχθος Pi.P. 2.30
;οὐδὲν ἐ. οὐδ' ἴδιον πεποίημαι D.18.281
;ἐ. αὑτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Aeschin.3.89
;βασιλείαν ἐ. αὑτοῖς παρ' ἐκείνων ἔλαβον Isoc. 6.20
; στρατηγία ἐ. extraordinary praetorship, Plu.Cat.Mi.39; τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται he alone has the special privilege.., Lys.10.3, cf. D.19.247; specially,POxy.
907.10 (iii A. D.), etc.; par excellence, Eustr. in EN348.1;ἐ. τινος
peculiar to,Jul.
Or.1.5c;ἰδιότητος Procl.Inst.21
.III ἐξαίρετα, τά, = ἀναλώματα, Ath.Mitt.13.249 (CR40.18), Heberdey-Wilhelm Reisen in Kilikien p.161.IV Adv. - τως specially,φίλανδρος IG12(7).395.14
([place name] Amorgos), cf. Plu.2.667f, POxy.1675.6, etc.; in a special degree, Arr. Epict.1.6.12;ὃν ἐ. τῶν φίλων στέργω BMus.Inscr.481
*.393 (Ephesus, ii A. D.); exclusively, characteristically, A.D.Synt.194.1; for choice, for preference, PMag.Lond.121.652.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρετός
-
10 εξαίρετος
η, ο [ος, ον ] исключительный, превосходный, замечательный, великолепный -
11 εξαιρετός
η, ό[ν] см. εξαιρέσιμος -
12 εξαίρετος
[эксэрэтос] ас. превосходный, отличный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαίρετος
-
13 ἐξαίρετος
-ος,-ον + A 1-0-0-1-0=2 Gn 48,22; Jb 5,5given as a special honour Gn 48,22; excepted, delivered out of [ἔκ τινος] Jb 5,5 -
14 εξαίρετος
[эксэрэтос] ас. превосходный, отличный. -
15 ἐξαίρετος
ἐξ-αίρετος: chosen, choice, Od. 4.643, Il. 2.227.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξαίρετος
-
16 ἐξαίρετος
ἐξ-αίρετος, (1) ausgenommen; ἐξαίρετόν τινα ποιεῖσϑαι, einen ausnehmen; τούτῳ μόνῳ Ἀϑηναίων ἐξαίρετόν ἐστιν καὶ ποιεῖν καὶ λέγειν ὅ τι ἂν βούληται, er darf ausnahmsweise allein tun, was er will; χρόνον μηδένα ἐξαίρετον ποιεῖσϑαι τοῦ πολέμου, den Krieg zu keiner Zeit aussetzen. (2) ausgewählt, auserlesen, mit der Nebenbdtg des Vorzüglichen; γυναῖκες, auserwählte. Für einen bestimmten Zweck ausgewählt u. bestimmt, χίλια τάλαντα εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνηνέγκαμεν καὶ νόμῳ κατεκλείσαμεν ἐξαίρετα εἶναι τῷ δήμῳ καὶ τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεϑα εἶναι Andoc. 3, 7, sie sollten von dem gewöhnlichen Dienst ausgenommen und für besondere Staatszwecke aufbewahrt bleiben; στρατηγία ἐξ., praetura extraordinaria; ἐξαιρέτως, vorzugsweise -
17 εξαιρετώτατα
ἐξαιρετόςremovable: adverbial superlἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc superl plἐξαιρετόςremovable: adverbial superlἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc superl pl -
18 ἐξαιρετώτατα
ἐξαιρετόςremovable: adverbial superlἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc superl plἐξαιρετόςremovable: adverbial superlἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc superl pl -
19 εξαιρετά
ἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc plἐξαιρετά̱, ἐξαιρετόςremovable: fem nom /voc /acc dualἐξαιρετά̱, ἐξαιρετόςremovable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἐξαιρετά
ἐξαιρετόςremovable: neut nom /voc /acc plἐξαιρετά̱, ἐξαιρετόςremovable: fem nom /voc /acc dualἐξαιρετά̱, ἐξαιρετόςremovable: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐξαιρετός — removable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίρετος — ἐξαιρετός removable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
εξαιρετός — ή, ό (AM ἐξαιρετός, ή, όν) [εξαιρώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του … Dictionary of Greek
εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαιρετώτατα — ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετωτέρῳ — ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετόν — ἐξαιρετός removable masc acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρέτως — ἐξαιρετός removable adverbial ἐξαιρετός removable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαιρετοί — ἐξαιρετός removable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)