Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐξαιρετός

См. также в других словарях:

  • ἐξαιρετός — removable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρετος — ἐξαιρετός removable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετός — ή, ό (AM ἐξαιρετός, ή, όν) [εξαιρώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του …   Dictionary of Greek

  • εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρετώτατα — ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετωτέρῳ — ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετόν — ἐξαιρετός removable masc acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρέτως — ἐξαιρετός removable adverbial ἐξαιρετός removable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετοί — ἐξαιρετός removable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»