-
1 εξαγωγη
ἥ1) выведение (pl. τοῦ ἱππικοῦ Xen. и τῶν δυνάμεων Polyb.)2) снятие с мели (sc. τῆς νεός Her.)3) вывоз(σίτου Arst., Polyb.; σύκων Plut.)
πωλεῖν ἐπ΄ ἐξαγωγῇ Her. — продавать на вывоз4) право вывоза(ἐξαγωγέν δοῦναι Isocr., παρέχεσθαι Plat. и λαβεῖν Dem.)
5) опорожнение (кишечника)(αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί Plut.)
6) удаление, изгнание(διάκρισις καὴ ἐ. Arst.)
7) исход, конец, окончание(τῶν παρόντων κακῶν Polyb.; ἐξαγωγέν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.)
8) кончина, смерть(ἢ μονέ ἐν τῷ βίῳ ἢ ἐ. Plut.)
9) юр. выселение, лишение права владения Isae., Dem. -
2 εξαγωγή
ἐξαγωγῆι, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
3 ἐξαγωγῇ
ἐξαγωγῆι, ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
4 εξαγωγή
-
5 ἐξαγωγή
-
6 εξαγωγή
η1) вынимание, вытаскивание, извлечение;εξαγωγή του ελαίου εκ τού καρπού — извлечение масла из плода;
εξαγωγή των επιστολών — выемка писем;
2) выдёргивание;εξαγωγή οδόντων — удаление зубов;
3) выведение, вывод наружу (газа, воды и т. п.);βαλβίδα εξαγωγής — выпускной клапан;
4) выведение (заключения);εξαγωγή του τύπου — выведение формулы;
5) мат. извлечение (корня);6) юр. лишение права (собственности, наследства); 7) эк вывоз, экспорт;οι εξαγωγές — экспорт; — совокупность товаров экспорта
-
7 ἐξαγωγή
ἐξ-αγωγή, ἡ, das Heraus-, Wegführen, z. B. eines Schiffes aus der See; der Soldaten; bes. Wegführen aus dem Lande; übh. von Waren, die ins Ausland verführt werden; τὴν ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ φήσει μὲν ἐκδοῠναι, πέπρακε δὲ τῷ ἔργῳ, von einem, der seine Schwester an einen Ausländer und Feind des Staates verheiratet hatte; ἐξαγωγὴν δοῠναι, Erlaubnis zur Ausfuhr geben; ἐξαγωγὴν λαβεῖν, von einer solchen Erlaubnis Gebrauch machen; vom Vertreiben aus der angetretenen Erbschaft; αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί = Ausleerungen. Auch intr., das Ausgehen, bes. aus dem Leben, der Tod; übh. der Ausgang; ἐξαγωγὴν ποιεῖσϑαι περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, die Streitigkeiten beilegen -
8 εξαγωγή
[эксагоги] ουσ θ вывоз, экспорт. -
9 εξαγωγή
exportation -
10 εξαγωγή
1) eksport (m) rzecz.2) wywóz (m) rzecz. -
11 εξαγωγή
1) vyvážení2) vývoz -
12 εξαγωγή
1) export2) extractionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαγωγή
-
13 ἐξ-αγωγή
ἐξ-αγωγή, ἡ, das Heraus-, Wegführen, z. B. eines Schiffes aus der See, Her. 4, 179; der Soldaten, Xen. Hipparch. 4, 9; Pol. 5, 24, 4 u. öfter; bes. Wegführen aus dem Lande, πωλεῠσι τὰ τέκνα ἐπ' ἐξαγωγῇ Her. 5, 6; übh. von Waaren, die ins Ausland verführt werden, vgl. Dem. 24, 203 τὴν ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ φήσει μὲν ἐκδοῠναι, πέπρακε δὲ τῷ ἔργῳ, von Einem, der seine Schwester an einen Ausländer und Feind des Staates verheirathet hatte; ἐξαγωγὴν δοῠναι, Erlaubniß zur Ausfuhr geben, Isocr. 17, 57; ἐξαγωγὴν λαβεῖν, von einer solchen Erlaubniß Gebrauch machen, Dem. 34, 36; πολλὴν ἐξαγωγὴν παρέχεσϑαι Plat. Legg. IV, 705 b; Sp.; σίτου Pol. 28, 2, 2; σύκων Plut. Sol. 24. Bei Dem. 44, 34 vom Vertreiben aus der angetretenen Erbschaft. – Bei Plut. de sanit. tuend. p. 401 αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί = Ausleerungen. – Auch intr., das Ausgehen, bes. aus dem Leben, der Tod, Plut. stoic. rep. 18 u. a. Sp.; übh. der Ausgang, τῶν παρόντων κακῶν, τῶν πραγμάτων, Pol. 2, 39, 4. 4, 51, 9; ἐξαγωγὴν ποιεῖσϑαι περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, die Streitigkeiten beilegen, 9, 33, 11.
-
14 εξαγωγήι
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγῇ, ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
15 ἐξαγωγῆι
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc dat sg (epic ionic)ἐξαγωγῇ, ἐξαγωγήfem dat sg (attic epic ionic) -
16 ἐξαγωγεύς
II = ἐξαγωγίς, Gloss. -ή, ἡ, leading out of troops, X.Eq.Mag.4.9 (pl.), Plb.5.24.4 (pl.).3 carrying out, exportation,πωγεῖν ἐπ' ἐξαγωγῇ Id.5.6
, cf. 7.156; ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, grant a right of exporting, Isoc.17.57, Pl.Lg. 705b; ἐ. λαβεῖν τοῦ σίτου receive an export licence, D.34.36, cf. PCair.Zen.93.13 (iii B.C.); ἐπ' ἐξαγωγῇ for removal from the country, for deportation,ἀδελφὴν ἐπ' ἐ. πέπρακε D.24.203
, cf. 25.55; ἐ. σίτου, σιτική, Plb.28.2.2, 28.16.8.5 intr., going out: hence, ending of a thing,τῶν παρόντων κακῶν Plb.2.39.4
, etc.; ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν, ἐ. βίου, departure from life, Epicur.Sent.20, Sent.Vat.38; ἐ. alone, suicide, Chrysipp.Stoic.3.188, Varro Sat.Men.p.227 B., etc.6 the Exodus, Ph.1.438, al.; title of poem by Ezekiel.II as law-term, ejectment, Is.3.22, D.44.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγωγεύς
-
17 σῑτικός
-
18 εἰς-αγωγή
εἰς-αγωγή, ἡ, die Einführung, Ggstz ἐξαγωγή, Plat. Legg. VIII, 847 d; τῶν εἰςποιητῶν, Einschreibung in die Bürgerlisten, Is. 10, 9. – Bes. Einleitung eines Processes, Plat. Legg. IX, 855 d 871 c, wie vielleicht Is. 4, 12 αἱ εἰς. τῶν κλήρων zu nehmen. – Bei Sp. Einleitung in eine Wissenschaft, z. B. ἡ εἰς. ἡ εἰς τὴν περὶ ἀγαϑῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, von Chrysipp, Ath. VI, 159 d; übh. wissenschaftliche Abhandlung, Plut. de audit. 7 u. A.
-
19 διεξαγωγη
ἥ1) ведениеδ. τοῦ βίου Diod., Sext. — жизнь, существование
2) исход, результат(ταῦτα τοιαύτης ἔτυχε διεξαγωγῆς Polyb.)
3) улаживание -
20 σιτικος
2хлебный, зерновойσιτικέ ἐξαγωγή Polyb. — вывоз хлеба;
σιτικοὴ καρποί Diod. — хлебные растения;σ. νόμος Plut. (лат. lex frumentaria) — хлебный закон
См. также в других словарях:
ἐξαγωγή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἐξαγωγῇ — ἐξαγωγῆι , ἐξαγωγεύς one who leads out masc dat sg (epic ionic) ἐξαγωγή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγωγαί — ἐξαγωγή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγήν — ἐξαγωγή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγωγῶν — ἐξαγωγή fem gen pl ἐξαγωγός waste pipe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek