Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξαγωγεῖς

См. также в других словарях:

  • ἐξαγωγεῖς — ἐξαγωγεύς one who leads out masc acc pl ἐξαγωγεύς one who leads out masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά …   Dictionary of Greek

  • προχρηματοδότηση — η, Ν (οικον.) η χορήγηση πιστώσεων ως τραπεζική συνδρομή σε εισαγωγείς ή εξαγωγείς οι οποίοι έχουν υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες για παραγγελίες …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Καζιμίρ — (Casimir). Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. K. A’ ο Αναστηλωτής (1015; – 1058). Δούκας της Πολωνίας (1040; 58). Ήταν γιος του Μιέσκο B’. Το 1034, ύστερα από επανάσταση που ξέσπασε εναντίον του, εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασίλισσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»