-
1 εξαγωγείς
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc acc plἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom /voc pl (parad-form) -
2 ἐξαγωγεῖς
ἐξαγωγεύςone who leads out: masc acc plἐξαγωγεύςone who leads out: masc nom /voc pl (parad-form) -
3 ἐξ-αγωγεύς
ἐξ-αγωγεύς, ὁ, der Heraus-, Fortführende; ἐξαγωγεῖς, οἳ ἐξήγαγον τὰς φρουράς, D. Sic. 15, 58. Bei den Bienen, von den Weisern, Arist. H. A. 9, 40.
См. также в других словарях:
ἐξαγωγεῖς — ἐξαγωγεύς one who leads out masc acc pl ἐξαγωγεύς one who leads out masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατευτισμός — Εφαρμογή κρατικών μέτρων, τα οποία αποβλέπουν στην προστασία τομέων της παραγωγής ή ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών εναντίον του ξένου ανταγωνισμού. Η προστασία αυτή εφαρμόζεται στην πράξη με το κλείσιμο της εσωτερικής αγοράς στους ξένους διά … Dictionary of Greek
προχρηματοδότηση — η, Ν (οικον.) η χορήγηση πιστώσεων ως τραπεζική συνδρομή σε εισαγωγείς ή εξαγωγείς οι οποίοι έχουν υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες για παραγγελίες … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Καζιμίρ — (Casimir). Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. K. A’ ο Αναστηλωτής (1015; – 1058). Δούκας της Πολωνίας (1040; 58). Ήταν γιος του Μιέσκο B’. Το 1034, ύστερα από επανάσταση που ξέσπασε εναντίον του, εγκαταστάθηκε μαζί με την αντιβασίλισσα… … Dictionary of Greek