-
1 εξαγορεύση
ἐξαγορεύσηι, ἐξαγόρευσιςtelling out: fem dat sg (epic)ἐξαγορεύωtell out: aor subj mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj act 3rd sgἐξαγορεύωtell out: fut ind mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj act 3rd sgἐξαγορεύωtell out: fut ind mid 2nd sgἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύωtell out: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύωtell out: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἐξαγορεύσῃ
ἐξαγορεύσηι, ἐξαγόρευσιςtelling out: fem dat sg (epic)ἐξαγορεύωtell out: aor subj mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj act 3rd sgἐξαγορεύωtell out: fut ind mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj mid 2nd sgἐξαγορεύωtell out: aor subj act 3rd sgἐξαγορεύωtell out: fut ind mid 2nd sgἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύωtell out: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύωtell out: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
εξαγόρευση — εξαγόρευση, η και ξαγόρεμα, το, ατος η εξομολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγόρευση — η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω] 1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού 2. η εξομολόγηση ως μυστήριο αρχ. μσν. δήλωση, διακήρυξη μσν. ανάκριση … Dictionary of Greek
ἐξαγορεύσῃ — ἐξαγορεύσηι , ἐξαγόρευσις telling out fem dat sg (epic) ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd sg ἐξαγορεύω tell out fut ind mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)