Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξαγορεύσῃ

  • 1 εξαγορεύση

    ἐξαγορεύσηι, ἐξαγόρευσις
    telling out: fem dat sg (epic)
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj act 3rd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: fut ind mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj act 3rd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: fut ind mid 2nd sg
    ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύω
    tell out: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύω
    tell out: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > εξαγορεύση

  • 2 ἐξαγορεύσῃ

    ἐξαγορεύσηι, ἐξαγόρευσις
    telling out: fem dat sg (epic)
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj act 3rd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: fut ind mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj mid 2nd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: aor subj act 3rd sg
    ἐξαγορεύω
    tell out: fut ind mid 2nd sg
    ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύω
    tell out: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἐξᾱγορεύσῃ, ἐξαγορεύω
    tell out: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐξαγορεύσῃ

См. также в других словарях:

  • εξαγόρευση — εξαγόρευση, η και ξαγόρεμα, το, ατος η εξομολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγόρευση — η (AM ἐξαγόρευσις) [εξαγορεύω] 1. εκμυστήρευση, φανέρωση μυστικού 2. η εξομολόγηση ως μυστήριο αρχ. μσν. δήλωση, διακήρυξη μσν. ανάκριση …   Dictionary of Greek

  • ἐξαγορεύσῃ — ἐξαγορεύσηι , ἐξαγόρευσις telling out fem dat sg (epic) ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd sg ἐξαγορεύω tell out fut ind mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj mid 2nd sg ἐξαγορεύω tell out aor subj act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»