-
1 εξαγκωνιζω
1) досл. упираться руками в бока, подбочениваться, перен. оказывать сопротивление Arph.2) скручивать руки за спиной(ἐξαγκωνίσαι τινά Diod.)
-
2 ἐξαγκωνίζω
II bind one's hands behind his back, D.S.34.2, Ph.2.564;ἐξηγκωνισμένος D.S.13.27
: metaph.,ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμὸν Ph.2.128
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγκωνίζω
-
3 ἐξαγκωνίζω
ἐξ-αγκωνίζω, (1) die Ellenbogen einstemmen u. sich so entgegenstellen. (2) die Hände auf den Rücken binden; übertr., ἐξηγκωνισμένος τὸν λογισμόν, befangen -
4 εξαγκωνιζόμενον
ἐξαγκωνίζωnudge with the elbow: pres part mp masc acc sgἐξαγκωνίζωnudge with the elbow: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
5 ἐξαγκωνιζόμενον
ἐξαγκωνίζωnudge with the elbow: pres part mp masc acc sgἐξαγκωνίζωnudge with the elbow: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
6 προεξαγκωνιζω
( о кулачных бойцах) делать подготовительные движения руками, перен. ( об ораторах) подготовляться -
7 εξαγκωνισθήναι
-
8 ἐξαγκωνισθῆναι
-
9 εξαγκωνισθείς
-
10 ἐξαγκωνισθείς
-
11 εξαγκωνιώ
-
12 ἐξαγκωνιῶ
-
13 εξαγκωνίζεσθαι
-
14 ἐξαγκωνίζεσθαι
-
15 εξαγκωνίζομαι
-
16 ἐξαγκωνίζομαι
-
17 εξαγκωνίζοντες
-
18 ἐξαγκωνίζοντες
-
19 εξαγκωνίσαντες
-
20 ἐξαγκωνίσαντες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξαγκωνίζω — ἐξαγκωνιζω (AM) δένω κάποιον πισθάγκωνα, με τα χέρια πίσω («εἷλκον... δεδεμένους ἐξαγκωνίσαντες», Διόδ. Σικ.) αρχ. σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα («ἐξαγκωνιῶ ὡδί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αγκών, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
ἐξαγκωνιζόμενον — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow pres part mp masc acc sg ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνισθείς — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνισθῆναι — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνιῶ — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνίζεσθαι — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνίζομαι — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνίζοντες — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνίσαντες — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγκωνίσειν — ἐξαγκωνίζω nudge with the elbow fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεξαγκωνίζω — Α (στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»] … Dictionary of Greek