-
1 εξαγγελία
ἐξαγγελίᾱ, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem nom /voc /acc dualἐξαγγελίᾱ, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐξαγγελίαι, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem nom /voc plἐξαγγελίᾱͅ, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἐξαγγελία
Βλ. λ. εξαγγελία -
3 ἐξαγγελίᾳ
Βλ. λ. εξαγγελία -
4 ἐξαγγελία
ἐξαγγ-ελία, ἡ,II expression, of style, Longin.Rh.p.186H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγγελία
-
5 εξαγγελία
1) announcement2) proclamationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξαγγελία
-
6 εξαγγελίας
ἐξαγγελίᾱς, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem acc plἐξαγγελίᾱς, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἐξαγγελίας
ἐξαγγελίᾱς, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem acc plἐξαγγελίᾱς, ἐξαγγελίαsecret information sent out: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εξαγγελίαν
-
9 ἐξαγγελίαν
-
10 εξαγγελιών
-
11 ἐξαγγελιῶν
См. также в других словарях:
ἐξαγγελία — ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελίᾳ — ἐξαγγελίαι , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc pl ἐξαγγελίᾱͅ , ἐξαγγελία secret information sent out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς … Dictionary of Greek
εξαγγελία — η αναγγελία, μετάδοση είδησης, γνωστοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγγελίας — ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc pl ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελίαν — ἐξαγγελίᾱν , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγελιῶν — ἐξαγγελία secret information sent out fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
εξάγγελμα — ἐξάγγελμα, το (Μ) εξάγγελσις*, εξαγγελία … Dictionary of Greek
εξάγγελσις — ἐξάγγελσις, η (Α) εξάγγελμα*, εξαγγελία, έκθεση … Dictionary of Greek
εξαγγελτήριος — ο και α, ο (AM ἐξαγγελτήριος, ον) εξαγγελτικός*, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία … Dictionary of Greek