Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξαγγελία

См. также в других словарях:

  • ἐξαγγελία — ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc/acc dual ἐξαγγελίᾱ , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελίᾳ — ἐξαγγελίαι , ἐξαγγελία secret information sent out fem nom/voc pl ἐξαγγελίᾱͅ , ἐξαγγελία secret information sent out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγγελία — η (AM ἐξαγγελία) νεοελλ. αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση μσν. 1. διατύπωση («ἀνεῑπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.) 2. εξομολόγηση αρχ. 1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελία — η αναγγελία, μετάδοση είδησης, γνωστοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγγελίας — ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc pl ἐξαγγελίᾱς , ἐξαγγελία secret information sent out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελίαν — ἐξαγγελίᾱν , ἐξαγγελία secret information sent out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγγελιῶν — ἐξαγγελία secret information sent out fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • εξάγγελμα — ἐξάγγελμα, το (Μ) εξάγγελσις*, εξαγγελία …   Dictionary of Greek

  • εξάγγελσις — ἐξάγγελσις, η (Α) εξάγγελμα*, εξαγγελία, έκθεση …   Dictionary of Greek

  • εξαγγελτήριος — ο και α, ο (AM ἐξαγγελτήριος, ον) εξαγγελτικός*, αυτός που μεταδίδει αγγελία ή αρμόδιος για εξαγγελία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»