-
1 ἐπιῤ-ῥώννῡμι
ἐπιῤ-ῥώννῡμι (s. ῥώννυμι), noch dazu stärken, Kraft einflößen, ermuthigen; αὗται (αἱ νῆες) δή σφεας ἐπέῤῥωσαν ἀπικόμεναι Her. 8, 14; τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέῤῥωσε, Ggstz von ἐξέπληξε, Thuc. 4, 36; 8, 89 u. öfter, wie Sp., τὸ μειράκιον πρὸς τὸν πόλεμον Plut. Lys. 4; ἐπίῤῥωσον σαυτήν, fasse Muth, Luc. Tim. 41; Hdn. im Ggstz von ϑραῦσαι τὴν ἐλπίδα 3, 2, 4; im pass. ermuthigt werden, sich ermuthigen, ἐπιῤῥωσϑέντες Thuc. 3, 6; Xen. Hell. 3, 4, 18 u. Folgde; ἐς τἄλλα πολὺ ἐπέῤῥωντο, Thuc. 7, 7. 17; ἐπιῤῥωσϑῆναι πρός τι, Pol. 1, 24, 1; Plut. Al. 8; impers., κείνοις δείν' ἐπεῤῥώσϑη λέγειν, ihnen wuchs der Muth zu drohen, sie erdreisteten sich, Soph. O. C. 667.
-
2 ἐκ-πλήσσω
ἐκ-πλήσσω, 1) herausschlagen, -treiben, verscheuchen; ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ Aesch. Prom. 134; ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν κομπασμάτων 360; τινὰ ὁδοῠ Eur. Ion 635; ἡ τέρψις τὸ λυπηρόν, Thuc. 2, 38; φόβος μνήμην 2, 87. – 2) erschrecken, Einen durch Staunen, Verwunderung außer sich setzen, betäuben, beunruhigen; Ar. Plut. 673; ἐὰν ἐκπλήξωσί τινας κάλλει Aeschin. 1, 134; ὁ λόγος τοὺς Ἀϑηναίους Plat. Legg. III, 698 d; βουλόμενοι τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς τὴν ὁμολογίαν ἐκπλῆξαι, durch Furcht zur Abschließung des Vertrags bewegen, Pol. 24, 4, 11. Am häufigsten pass. aor. II. ἐξεπλάγην (ἐκπληχϑεῖσα ψυχὴν φρίκᾳ Eur. Tr. 183), in Schrecken gesetzt werden, vor Furcht, Staunen u. dgl. außer sich gerathen; ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας, ἃς πάρος εἶχεν, er verlor die Besinnung, Il. 13, 394; ἡνίοχοι δ' ἔκπληγεν, = ἐξεπλάγησαν, 18, 225; χαρᾷ δὲ μὴ' κπλαγῇς φρένας, laß dich nicht bethören, Aesch. Ch. 231; κακοῖς ἐκπεπληγμένη Pers. 281; φόβῳ Soph. Trach. 24; ἡδονῇ 626; ὥςτε ἐκπεπλῆχϑαι πάντας Bato Ath. III, 104 (v. 19); ἀπεϑώμαζε καὶ ἐξεπλήσσετο Her. 3, 148; ὑπὸ τῆς συμφορᾶς ἐκπεπληγμένος 3, 64; ταῖς ξυμφοραῖς Thuc. 7, 63; κέντροις ἔρωτος Eur. Hipp. 38; ϑαυμαστὰ – φιλίᾳ Plat. Conv. 192 c; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀγόμενος καὶ ἐκπλ. Prot. 355 a; neben κατέχεσϑαι Conv. 215 d; neben τεϑορυβῆσϑαι Charm. 154 c; ἐκπλαγείς oft allein, erschreckt, verdutzt, Xen. An. 1, 8, 20; ἐπί τινι, Cyr. 1, 4, 27, wie Matth. 7, 28; διά τι, Thuc. 7, 21; auch τί, sich vor Etwas entsetzen od. es anstaunen, Soph. Ai. 33; Thuc. 3, 82. 6, 33.
См. также в других словарях:
ἐξέπληξε — ἐκπλήσσω strike out of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek
κόμπασμα — το (Α κόμπασμα) κομπασμός, καύχηση, καυχησιολογία, κομπαστικά λόγια («ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω η λ. στην αρχ. ελλ. απαντά κανονικώς σε πληθ. αριθμό] … Dictionary of Greek
μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek
γραφικότητα — η το να είναι κάτι γραφικό, η παραστατικότητα: Με εξέπληξε η γραφικότητα των κατοίκων του χωριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δραστικότητα — η η αποτελεσματικότητα: Η δραστικότητα των μεθόδων του με εξέπληξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξέπληξ' — ἐξέπληξα , ἐκπλήσσω strike out of aor ind act 1st sg ἐξέπληξο , ἐκπλήσσω strike out of plup ind mp 2nd sg ἐξέπληξο , ἐκπλήσσω strike out of perf imperat mp 2nd sg ἐξέπληξε , ἐκπλήσσω strike out of aor ind act 3rd sg ἐξέπληξαι , ἐκπλήσσω strike… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)