-
1 εξάργματα
-
2 ἐξάργματα
-
3 ἐξάργματα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάργματα
См. также в других словарях:
ἐξάργματα — the first pieces cut from the victim s flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάργματα — ἐξόργματα, τα (Α) [εξάρχομαι] τα πρώτα τεμάχια, τα μέλη που κόβονταν από το σώμα τού θύματος, τα ακρωτηριάσματα («ἥρως δ Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος», [Απολλ. Ρόδ.] κατά τον Σχολιαστή, «οἱ δολοφονοῡντες... ἀκρωτηριάσματά τινα ἐποίουν τοῡ… … Dictionary of Greek
CAEDIM lustrandi et expiandi ritus — apud Athenienses, olini sollennis memoratur Lege illâ apud Demosthenem comra Macart. Τοὺς δ᾿ ἀπογινομένους εν τοῖς δήμοις οὓς ἄν μηδεὶς ἀναιρῆται, ἐπατγελλέτρα ὁ Δήμαρχος τοῖς προσήκουσιν ἀναιρεῖν καὶ θάπτειν καὶ καθαίρειν τὸν δῆμον τῇ ἡμέρα?, ᾗ… … Hofmann J. Lexicon universale