-
1 εξάδελφος
-
2 ἐξάδελφος
-
3 ἐξάδελφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάδελφος
-
4 ἐξάδελφος
-ου ὁ N 2 0-0-0-0-4=4 Tob 1,22; 11,19nephew; neol. -
5 εξαδέλφοις
-
6 ἐξαδέλφοις
-
7 εξαδέλφου
-
8 ἐξαδέλφου
-
9 εξαδέλφους
-
10 ἐξαδέλφους
-
11 εξαδέλφω
-
12 ἐξαδέλφῳ
-
13 εξαδέλφων
-
14 ἐξαδέλφων
-
15 εξάδελφε
-
16 ἐξάδελφε
-
17 εξάδελφοι
-
18 ἐξάδελφοι
-
19 εξάδελφον
-
20 ἐξάδελφον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξάδελφος — cousin german masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… … Dictionary of Greek
ἐξαδέλφοις — ἐξάδελφος cousin german masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφου — ἐξάδελφος cousin german masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφους — ἐξάδελφος cousin german masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφων — ἐξάδελφος cousin german masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαδέλφῳ — ἐξάδελφος cousin german masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφε — ἐξάδελφος cousin german masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφοι — ἐξάδελφος cousin german masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάδελφον — ἐξάδελφος cousin german masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαδελφούλης — και ξαδερφούλης (θηλ. εξαδελφούλα και ξαδερφούλα) [εξάδελφος] μικρός στην ηλικία ή αγαπημένος εξάδελφος … Dictionary of Greek