Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐξάδελφοι

См. также в других словарях:

  • ἐξάδελφοι — ἐξάδελφος cousin german masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • братоучадь — БРАТОУЧАД|Ь (24), И с. 1.То же, что братоучада во 2 знач.: не могу поѩти жены. тако же ни дщери стры˫а моего или тетъкы. рекше братучѩди моеи. (τὴν ἐξαδέλφην) КР 1284, 283б; двѣ братучади приемше два брата. единою удицею улѡвлена быста. и на путь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξανέψιοι — ἐξανέψιοι και ἐξανεψιοί, θηλ. ἐξανέψιαι και ἐξανεψιαί (Α) [ανεψιοί] εξανεψιός, ο και θηλ. εξανεψιά, η (Μ) τα παιδιά τών ανιψιών, δηλαδή τών πρώτων εξαδέλφων, οι δεύτεροι εξάδελφοι …   Dictionary of Greek

  • κάσιοι — κάσιοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αδελφοί ή εξάδελφοι που ανήκαν στην ίδια «αγέλη» παιδιών στην αρχαία Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος η οποία συνδέεται με τη λ. κασίγνητος*] …   Dictionary of Greek

  • τετταρτεξάδελφοι — οἱ, Μ (πιθ. εσφ. γρφ.) εξάδελφοι τέταρτου βαθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + ἐξάδελφος] …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • АФИНСКАЯ СИНТАГМА — [Греч. Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων], обширный корпус основных источников визант. церковно канонического права, изданный в Афинах в 1852 1859 гг. трудами 2 греч. ученых юристов Г. Раллиса (1804 1883) и М. Потлиса (1812 1863). Основу… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»