-
1 ενωπιος
2находящийся перед глазами, присутствующийὔμμιν ἐ. (v. l. ἐνώπιον) τάδ΄ ἔειπα Theocr. — я говорил это в вашем присутствии
-
2 εξωπιος
2потерянный из виду, т.е. далекий(δωμάτων Eur.)
δόμων ἐ. βέβηκε Eur. — (дочь Ифия) бежала далеко из дома -
3 προνωπιος
См. также в других словарях:
Ὤπιος — Ὦπις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤπιος — ἄπιος , ἄπιος 1 pear tree fem nom sg ἄπιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg ἄ̱πιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek