Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐν-ώπιος

См. также в других словарях:

  • Ὤπιος — Ὦπις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤπιος — ἄπιος , ἄπιος 1 pear tree fem nom sg ἄπιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg ἄ̱πιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»