-
1 ἐν-όλμιος
-
2 ἐνολισθαίνω
ἐν-ολισθαίνω, u. ἐν-όλμιος, hineingleiten, einsinken
См. также в других словарях:
όλμιος — α, ο φρ. «όλμια σειρά» γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τού κατώτερου καμβρίου που απαντά στην Ευρώπη και παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη στη Σκανδιναβία και στη Μεγάλη Βρετανία … Dictionary of Greek