Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐν-όλμιος

См. также в других словарях:

  • όλμιος — α, ο φρ. «όλμια σειρά» γεωλ. ακολουθία πετρωμάτων τού κατώτερου καμβρίου που απαντά στην Ευρώπη και παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη στη Σκανδιναβία και στη Μεγάλη Βρετανία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»